ἐντάφιος

ἐντάφιος
ἐντάφιος [pron. full] [ᾰ], ον,
A of, belonging to or used in burial,

κόσμοι D.H.2.67

.
II as Subst.,
1 ἐντάφιον, τό, shroud, winding-sheet, AP 11.125;

ἐ. δὲ τοιοῦτον οὔτ' εὐρὼς οὔτε . . ἀμαυρώσει χρόνος Simon.4.4

;

καλὸν ἐ. ἡ τυραννίς Isoc.6.45

;

κάλλιστον ἐ. ἕξουσι τὸν ὑπὲρ τῆς πατρίδος θάνατον Plb.15.10.3

;

ὁ πλοῦτος δ' οὐκἐμὸν ἐ. AP9.294

(Antiphil.).
b

μηδ' ἐντάφια καταλιπόντι

money for funeral expenses,

Plu.Arist.27

: later in sg., funeral expenses, PLond.5.1708.205 (vi A. D.).
2 ἐ. (sc. ἱερά), τά, offerings to the dead, obsequies, S.El.326, Is.8.38, Epigr.Gr.313.13 ([place name] Smyrna): Cyren.

ἐντόφιον Notiz.Arch.4.96

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εντάφιος — α, ο (AM ἐντάφιος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον τάφο («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά», Σολωμός) 2. αυτός που βρίσκεται κοντά στον τάφο («κατά τα εντάφια χόρτα», Σολωμός) αρχ. μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντάφιον σάβανο («ὡς …   Dictionary of Greek

  • εντάφιος — α, ο 1. που αναφέρεται στην ταφή (τον ενταφιασμό). 2. που ανήκει στο νεκρό που ενταφιάζεται ή που χρησιμοποιείται στον ενταφιασμό του: Εντάφια σκεύη. 3. που βρίσκεται στον τάφο: Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει η εντάφια συντροφιά (Δ. Σολωμός). 4. που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντάφιον — ἐντάφιος of masc/fem acc sg ἐντάφιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίοις — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίοισιν — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίου — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίων — ἐντάφιος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνταφίῳ — ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντάφια — ἐντάφιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅՈՒՂԱՐԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0374 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա. παραπέμπων, παραπομπός comes, deductor ἑκφόρων efferens in funus, exportator in funeratione. Որ յուղարկ լինի. յուղարկօղ. ուղեկցելով յուղի դնօղ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐνταφίωι — ἐνταφίῳ , ἐντάφιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”